“Κομμουνισμός, αντι-γερμανική κριτική και Ισραήλ” Μία συνέντευξη με τον Stephan Grigat από τον Jens Misera

Κομμουνισμός, αντι-γερμανική κριτική και Ισραήλ
Μία συνέντευξη με τον Stephan Grigat από τον Jens Misera

μετάφραση Shades magazine

Jens Misera: Είστε μέλος της βιεννέζικης ομάδας «Café Critique», μίας συλλογικότητας αντι-Γερμανών κομμουνιστών. Πώς προσδιορίζετε τον κομμουνισμό;

Stephan Grigat: Ο κομμουνισμός είναι μία έννοια η οποία δεν μπορεί να προσδιορισθεί με τους όρους των κατεστημένων κοινωνικών επιστημών. Μιλώντας αυστηρά, ο κομμουνισμός δεν είναι τίποτα άλλο από την κίνηση της υλιστικής κριτικής. Και οι κομμουνιστές οι οποίοι απεχθάνονται την προπαγάνδα, θα πρέπει να αρνηθούν να παρέχουν λεπτομερείς περιγραφές μίας πιθανής κομμουνιστικής κοινωνίας. Όχι γιατί κάποιος δεν μπορεί να φανταστεί μία κοινωνία πέρα από την προστακτική αξιοποίηση του κεφαλαίου και την προστακτική κυριαρχία του κράτους, αλλά μάλλον για τον απλό λόγο ότι οι άνθρωποι μπορούν σε πρώτο χρόνο να μιλάνε και να ασκούν κριτική στην υπάρχουσα πραγματικότητα. Οι άνθρωποι που ενδιαφέρονται μόνο για το πώς στον κομμουνισμό θα έλθουν οι μπανάνες στην Ευρώπη και ποιός θα καθαρίσει τη σκόνη από τους δρόμους, απορίες που φαντάζουν περίεργες, λαμβανομένου υπόψη ότι τα 2/3 της ανθρωπότητας ζουν στη φτώχεια –αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν δεν βρίσκουν κάποιο λάθος στο υπάρχον σύστημα. Όμως, η κριτική του υπάρχοντος συνεπάγεται το πώς το υπάρχον θα μπορούσε να είναι: Ο κομμουνισμός δεν είναι μία δικτατορία ανθρώπων πάνω σε ανθρώπους, αλλά μάλλον μία δικτατορία της βούλησης και των επιθυμιών των ανθρώπων πάνω στις αντικειμενικές-υλικές συνθήκες της ύπαρξής τους. Γι’ αυτό η υλιστική κριτική αναφέρεται στην δημιουργία κοινωνικών συνθηκών, οι οποίες παρέχουν για πρώτη φορά επάρκεια στους ανθρώπους να σχεδιάσουν τη ζωή τους με αυτό-πεποίθηση. Πρόκειται για μία διαδικασία η οποία αναπτύσσεται πέρα από την προστακτική αξιοποίηση και την προστακτική κυριαρχία του κράτους και του κεφαλαίου. Δεν συνιστά έναν επίγειο παράδεισο, όπου δεν υπάρχουν πια προβλήματα και αντιθέσεις, αλλά μία κοινωνία που έχει οικοδομηθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του λόγου, όπου κανένας οπουδήποτε στον κόσμο δεν θα πεινάει, επειδή δεν θα έχει αρκετούς πόρους. Ο κομμουνισμός με αυτήν την έννοια δεν έχει να κάνει είτε με τον παραδοσιακό μαρξισμό, είτε με εναλλακτικές αποκηρυκτικές ιδεολογίες. Δεν πρόκειται για μία ισότιμη διανομή της φτώχειας, ούτε για την αποκήρυξη της κατανάλωσης. Το «Πολυτέλεια για όλους» είναι πολύ πιο κοντά στις προθέσεις του Μαρξ. Η κομμουνιστική κριτική δεν επιθυμεί να δημιουργήσει προ-αστικές περιστάσεις, ούτε αναφέρεται στην παραγωγικότητα (με όλη την αναγκαία κριτική μίας τεχνολογίας που αναπτύχθηκε υπό τη σχέση κεφάλαιο), ούτε αναφέρεται στη χειραφέτηση του ατόμου από τις αλυσίδες των αρχαϊκών κοινοτήτων, η οποία (χειραφέτηση) έχει ήδη ξεκινήσει. Η κομμουνιστική κριτική δεν κατηγορεί τον καπιταλισμό για τη δημιουργία πολυτελών αγαθών,αλλά μάλλον γιατί αυτά τα πράγματα έχουν απαλλοτριωθεί εις βάρος της πλειοψηφίας των ανθρώπων. Έχουν απαλλοτριωθεί όχι μέσω της διαβολικής βούλησης κάποιων ατόμων ή μέσω της συνειδητής δράσης μίας τάξης (παρόλο που αυτό ίσως παίζει ένα ρόλο), αλλά μάλλον μέσω της λογικής ενός συστήματος, το οποίο δεν προσανατολίζεται προς τις ανάγκες των ανθρώπων, αλλά προς την πραγμάτωση του κεφαλαίου. Η κομμουνιστική κριτική δεν κατηγορεί τις αστικές κοινωνίες για τη δημιουργία ορισμένων μόνο ελευθεριών και ατομικών δικαιωμάτων, αλλά καταδεικνύει ότι μία κοινωνία η οποία απαιτεί τέτοια δικαιώματα, παραμένει μία βίαιη κοινωνία. Δεν επιχειρηματολογούμε εις βάρος του ότι η αστική κοινωνία υπόσχεται την επιδίωξη της χαράς (Glücksversprechen), αλλά προσπαθούμε να καταδείξουμε την ιδεολογική της ουσία και να ξεκαθαρίσουμε ότι αυτή η υπόσχεση δεν μπορεί να εκπληρωθεί σε μία αστική κοινωνία.

Ε. Και γιατί αυτός ο κομμουνισμός είναι αντι-Γερμανικός;

Υπάρχει κάτι χειρότερο από τον καπιταλισμό και την αστική κοινωνία: η βίαιη κατάργησή τους. Αυτό ακριβώς είναι που αντιπροσωπεύει η Γερμανία, αυτό ακριβώς αντιπροσωπεύουν ο εθνικοσοσιαλισμός και ο φασισμός, αυτό ακριβώς αντιπροσωπεύουν σήμερα οι παναραβικές-εθνικιστικές και οι ισλαμιστικές ιδέες. Αυτές οι ιδεολογίες αντιπροσωπεύουν έναν αντι-καπιταλισμό γεμάτο μνησικακακίες, ο οποίος δεν επιδιώκει να καταργήσει την φτώχεια που απορρέει από το κεφάλαιο, αλλά μάλλον επιδιώκει να αναδιοργανώσει το κεφάλαιο με έναν εθνικό-συλλογικό (volksgemeinschaftlich) ή υπερ-σοσιαλιστικό τρόπο. Αυτός ο αντι-καπιταλισμός επαυξάνει την κυνική εργαλειακή λογική (reason) της αστικής κοινωνίας καθώς αναφέρεται στην με αδιαφορία θανάτωση αμέτρητων ανθρώπων, στην παραληρηματική εξόντωση των ανθρώπων για χάρη της ίδιας της εξόντωσης. Στα συμφραζόμενα της αντι-Γερμανικής κριτική το «Γερμανικό» θα πρέπει πάντα να συλλαμβάνεται με την έννοια της κριτικής στην ιδεολογία. Δεν πρόκειται για ένα ζήτημα ενός κληρονομημένου εθνικού χαρακτήρα, αλλά για έναν πολιτικο-οικονομικό σχηματισμό ο οποίος ευνοεί την εξόντωση, εκεί όπου άλλοι στην Δύση επιδιώκουν συγκεκριμένους στόχους με τη βοήθεια συγκεκριμένων μέσων. Έτσι, δεν πρόκειται για μία ειδική πνευματικότητα, αλλά για μία ειδική μορφή καπιταλιστικής κοινωνικοποίησης, η οποία πραγματικά δημιουργεί «τυπικούς Γερμανικούς» κοινωνικούς χαρακτήρες. Στην Γερμανία μία ειδική μορφή της σχέσης μεταξύ κράτους, αστικής τάξης και κοινωνίας οδήγησε σε שואה (η εβραϊκή λέξη για το Ολοκαύτωμα, στα αγγλικά Shoah). Kαι αυτή η σχέση ακόμη υπάρχει. Όπως κι ο Clemens Nachtmann έχει επισημάνει με τόση ακρίβεια, αυτός ο σχηματισμός μπορεί να περιγραφεί ως «Γερμανικός», επειδή πρώτα εγκαθιδρύθηκε στην Γερμανία, όπου ήταν ικανός να επιδείξει τη θηριώδη δυνητικότητά του. Ωστόσο, αυτός ο σχηματισμός δεν είναι ένα φαινόμενο το οποίο μπορεί να περιορισθεί σε μία ειδική ιστορική περίοδο ή σε μία μεμονωμένη περιοχή, ούτε στο Γερμανικό κράτος, ούτε στην εποχή του εθνικοσοσιαλισμού. Απορρέει από μία κοινωνικοποίηση που εδράζει στην προστακτική πραγμάτωση του κεφαλαίου και στις άρχουσες προστακτικές του κράτους. Γι’ αυτό το λόγο το «Γερμανικό» μπορεί να γενικευθεί.

Ε. Ποιες εξελίξεις οδήγησαν στην παρούσα αντι-Γερμανική κριτική;

antideutscheΗ ιστορία των σημερινών αντι-Γερμανών ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Σε κάποια τμήματα της ριζοσπαστικής αριστερά στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπήρχαν διαφωνίες σχετικά με τις αντι-σημιτικές επιπτώσεις των εκστρατειών αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, τις οποίες η αριστερά εκείνη την περίοδο αποδεχόταν με απερίσκεπτο τρόπο. Αυτές οι αντιπαραθέσεις ενισχύονταν επίσης από τις πολεμικές συγγραφέων, όπως ο Wolfgang Pohrt, ή ο Eike Geisel. Ύστερα έπεσε το Τοίχος του Βερολίνου και στην ημερήσια διάταξη ήταν η γερμανική επαν-ενοποίηση. Οι αντι-Γερμανοί –αποτελούμενοι εκείνη την περίοδο από αρκετά ετερογενείς ομάδες αριστερών ανθρώπων- αποδοκίμασαν την επαν-ενοποίηση, όχι λόγω μίας ιδιαίτερης συμπάθειας για την μετα-σταλινική ΛΔΓ (Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας), αλλά μάλλον εξαιτίας της οπτικής τους ότι με την επαν-ενοποίηση οι τελευταίες ορατές συνέπειες της γερμανικής ευθύνης για τον εξολοθρευτικό πόλεμο και το Ολοκαύτωμα θα εξαφανισθούν και η Γερμανία έτσι θα μπορεί να αρπάξει την ευκαιρία και να κάνει μία καινούρια προσπάθεια για τις παραληρηματικές της απόπειρες. Πραγματοποιήθηκαν δύο μεγάλες πορείες διαμαρτυρίας με το σύνθημα «Γερμανία-Ποτέ ξανά» και «Ο Θάνατος είναι ένας αφέντης από την Γερμανία» στην Φρανκφούρτη και το Βερολίνο. Την ίδια στιγμή που οι περισσότεροι των Γερμανών, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων κομματιών της αριστεράς, κατέπεφταν σε ένα εθνικιστικό ντελίριο, εμείς, από την άλλη, μάλλον συμφωνούσαμε με τον Dov Shilansky, τον τότε ομιλητή στο ισραηλινό κοινοβούλιο, ο οποίος ανακήρυξε την ημέρα της γερμανικής επανενοποίησης σε ημέρα πένθους. Φοβόμαστε τότε τον σχηματισμό ενός «Τέταρτου Ράιχ». Αυτές οι ανησυχίες έμοιαζαν απόλυτα δικαιολογημένες και εύλογες, λαμβανομένων υπόψη της ρητορικής των Γερμανών πολιτικών της περιόδου, των ρατσιστικών πογκρόμ που ξεκίνησαν αμέσως μετά την επαν-ενοποίηση, την απότομη σχετικοποίηση των εγκλημάτων των ναζί, την πολιτική για την Γιουγκοσλαβία, τις προσπάθειες για μία έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας (του ΟΗΕ), τις απόπειρες για στρατιωτικό επανεξοπλισμό και την νομοθεσία για τις Γερμανικές επενδύσεις στο εξωτερικό και τις εξαγωγές προς την Ανατολή. Σύντομα έγινε εμφανές ότι η νεκρανάσταση της Γερμανίας δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο επαρκούς κριτικής με τη βοήθεια της έννοιας «Τέταρτο Ράιχ» και έτσι προσπαθήσαμε να αφοσιωθούμε στην κριτική αυτού που αποκαλούμε «Γερμανική Ιδεολογία» και «Γερμανικό υπόδειγμα επίλυσης των κρίσεων». Οι συζητήσεις μέσα στην γερμανική αριστερά κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου το 1991 ήταν σημαντικές για αρκετούς ανθρώπους, όπως εμένα, καθώς τότε ακόμα ζούσα στο Βερολίνο εκείνη την περίοδο. Τη στιγμή που άνθρωποι στο Ισραήλ έπρεπε να κρυφτούν στα καταφύγια, φορώντας μάσκες αερίου, φοβούμενοι μήπως καούν από τις ιρακινές ρουκέτες «Σκουντ» που ήταν γομωμένες με γερμανικό δηλητήριο, η γερμανική αριστερά πανηγύριζε για της αντιπολεμικές της πορείες και εξηγούσε στους Ισραηλινούς ότι ήταν δικό τους το λάθος και ήταν χαρούμενη, επειδή λάμβανε ενθαρρυντικές φιλοφρονήσεις από τον Σαντάμ Χουσεΐν στη μάχη του κατά των ΗΠΑ και του «σιωνιστικού τους πατροναρίσματος». Με δυσκολία κάποιος από εμάς μιλούσε υποστηρικτικά για τον πόλεμο που πραγματοποιούταν υπό την ηγεσία των ΗΠΑ εκείνη την περίοδο, ένας πόλεμος ο οποίος επίσης έλαβε χώρα κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με την στρατιωτική επέμβαση του 2003. Όμως οι εμπειρίες με τη γερμανική αριστερά κατά τη διάρκεια της γερμανικής επαν-ενοποίησης και του Πολέμου του Κόλπου οδήγησαν σε ένα χάσμα που δεν μπορούσε πλέον να γεφυρωθεί. Στην δεκαετία του ’90 ιδρύθηκαν πολλά περιοδικά. Εκείνα τα εγχειρήματα προσπαθούσαν να πραγματευθούν τα ιστορικά σφάλματα του παραδοσιακού μαρξισμού και έτσι να κριτικάρουν τις μαρξιστικές-λενινιστικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού, του φασισμού και του καπιταλισμού υπό την επιδίωξη ενός νέου μαρξιστικού λόγου. Η κριτική του αντισημιτικού αντισιωνισμού μέσα στην αριστερά είχε ως αποτέλεσμα μία ρητή συμπόρευση με το Ισραήλ. Λίγο αργότερα παρόμοιες εξελίξεις έλαβαν χώρα στην Αυστρία. Σήμερα υπάρχουν επίσης ομάδες στην Ελβετία οι οποίες μπορούν να περιγραφούν ως αντι-Γερμανικές με μία ευρύτερη έννοια. Από την άλλη αυτά τα εγχειρήματα προσπαθούσαν επίσης να παρέμβουν άμεσα, καθοδηγούμενα από την απελπιστική και αυθαίρετη ελπίδα ότι μπορούν να τραβήξουν κάτι από το χειραφετητικό δυναμικό της αριστεράς. Το πόσο πτωχά ήταν τα αποτελέσματα αυτών των παρεμβάσεων μπορεί να εντοπισθεί στην οριστική χρεωκοπία της αριστεράς ύστερα από την αντισημιτική σφαγή της 9/11 (2001). Υπό το φως της συνθήκης της αριστεράς σε όλο τον κόσμο και υπό το φως της αφόρητης συνθήκης αυτού του κόσμου, η κριτική μας είναι τελείως άχρηστη και χωρίς επιρροή. Ωστόσο, αρκετές από τις σημερινές ζυμώσεις, όχι μόνο μέσα στην αριστερά, θα ήταν εντελώς διαφορετικές ή δεν θα πραγματοποιούνταν καθόλου, αν δεν υπήρχαν κάποιοι υλιστές που τα τελευταία 15 χρόνια έλιωσαν τα νεύρα τους με το να ασκούν κριτική στην Γερμανία και τον καπιταλισμό.

Ε. Οι γερμανικές συνθήκες έχουν αποτελέσει αντικείμενο κριτική από τον Καρλ Μαρξ, τον Τεοντόρ Αντόρνο και τον Jean Améry. Ποιο είναι το σημείο αναφοράς σε σχέση αυτούς τους προδρόμους;

Λοιπόν κάθε αντι-Γερμανός κομμουνιστής προφανώς θα ανέφερε τον Μαρξ και τον Αντόρνο, όταν θα τον ρωτούσαν για τις θεωρητικές του αναφορές. Ο Μαρξ είναι ο κριτικός της πολιτικής οικονομίας και έτσι είναι ο κριτικός του πολιτικού-οικονομικού πλαισίου στην βάση του οποίου ανθούν όλα τα κακά αυτού του κόσμου και ειδικότερα το γερμανικό κακό. Ο Μαρξ από τότε καλούσε σε «έναν πόλεμο κατά των γερμανικών συνθηκών» στα πρώιμα γραπτά του και επεσήμανε ότι η κριτική σε αυτές τις γερμανικές συνθήκες ήταν ακόμη χαμηλή. Οι μεταγενέστεροι μαρξιστές παραγνώρισαν αυτή τη σκέψη και δεν την κατανόησαν. Ο Αντόρνο ήταν ο πρώτος που κατέδειξε τις συνέπειες του Ολοκαυτώματος και την πραγματικότητα της γερμανικής Volksgemeinschaft (Λαϊκής Κοινότητας) ως ένα κεντρικό θέμα για την υλιστική κριτική της κοινωνίας. Σε διάκριση με τα μπολσεβίκικα περιστατικά, οι αντι-Γερμανοί κομμουνιστές δεν λατρεύουν τους κλασικούς συγγραφείς. Μάλλον επιθυμούν να οξύνουν τα όπλα της κριτικής, παρέχοντας μία κριτική θεωρία της κοινωνίας, προκειμένου να συμβάλουν με επιμέλεια στην ανατροπή όλων των μορφών εξουσίας, συμπεριλαμβανομένης και της εξουσίας των μπολσεβίκικων δογμάτων. Γι’ αυτό επίσης ψάχνουμε την φροϋδιανή ψυχανάλυση. Ο Jean Améry ήταν ένας από τους πρώτους ανθρώπους που άσκησε κριτική στον νέο αριστερό αντι-σημιτισμό ο οποίος εμφανίσθηκε με το σχήμα του αντι-σιωνισμού. Την ίδια περίοδο ήταν επίσης ένας από τους πιο οξείς κριτικούς των θηριωδιών που διαπράχθηκαν από τις Ισραηλινές δυνάμεις ασφαλείας. Το ότι αναφερόμαστε στον Améry σήμερα, γίνεται αμέσως ξεκάθαρο αναλογιζόμενοι ότι ο Gerhard Scheit, ένας από τους συναδέλφους μου στο Café Critique, είναι αρκετά εμπλεγμένος στην έκδοση ενός συνόλου έργων του Améry στον εκδοτικό οίκο Klett-Cotta.

Ε. Το 2003 δημοσίευσες ένα βιβλίο (ως εκδότης) με τίτλο «Ο μετασχηματισμός του μετα-ναζισμού. Ο γερμανικός-αυστριακός δρόμος στον δημοκρατικό φασισμό» (εκδόσεις Ca ira, Φράιμπουργκ). Τι σημαίνει «μετα-ναζισμός» και «δημοκρατικός φασισμός»;

Ανάμεσα σε άλλα πράγματα η συνειδητοποίηση ότι η αποδοκιμασία της επανενωμένης Γερμανίας ως «Τετάρτου Ράιχ» προϋπέθετε διάφορες αμφισβητήσιμες (θεωρητικές) συνδέσεις από το ρεπερτόριο του παραδοσιακού μαρξισμού, ειδικά εκείνες με αναφορά στον «γερμανικό ιμπεριαλισμό», μας οδήγησε να πραγματευτούμε έννοιες, όπως «μετα-φασισμός» και «μετα-ναζισμός». Στα συμφραζόμενα των συζητήσεων για την γερμανική επαν-ενοποίηση είχαμε έντονο ενδιαφέρον για το ερώτημα αν θα υπάρξει μία φασιστικοποίηση της δημοκρατίας στην εκδοχή της επανεθνικοποίησής της, ή αν η ούτω καλούμενη φασιστικοποίηση έχει ήδη συντελεσθεί στον μετα-φασισμό, ώστε θα ήταν καλύτερο να μιλήσουμε για μία δημοκρατικοποίηση του φασισμού σήμερα. Οι έννοιες του «μετα-φασισμού» και του «μετα-ναζισμού» προσπαθούν να πραγματευτούν το γεγονός ότι ο σκοτωμός πράγματι τελείωσε το 1945, ωστόσο ποτέ δεν υπήρξε μια ούτω καλουμένη «Stunde Null» (Ώρα Μηδέν). Σε αντίθεση, οι μετα-φασιστικές και μετα-σοσιαλεθνικιστικές δημοκρατίες ενσωμάτωσαν δομικά στοιχεία του φασισμού και του εθνικοσοσιαλισμού. Αν το συλλογισθείς αυτό, μπορείς δύσκολα να συνεχίσεις να επιδιώκεις τις αντιφασιστικές παραδόσεις της αριστεράς, παρατηρώντας διαρκώς κάποιες ναζιστικές ομάδες (όση σημασία και αν έχει φυσικά μία τέτοια δουλειά), αλλά μάλλον πρέπει να πραγματευθείς την κοινωνία ως όλον και να ξεκαθαρίσεις στον εαυτό σου ότι μία μετα-ναζιστική συνείδηση είναι κοινή όχι μόνο στο «Κόμμα Ελευθερίας» της Αυστρίας που ηγείται ο Jörg Haider ή σε κάποιες συγκριτικά περιθωριακές νεοναζιστικές ομάδες. (Προφανώς, αυτοί οι νεοναζί με την ανοιχτή αναφορά τους στον εθνικοσοσιαλισμό σε καμία περίπτωση δεν συμβάλλουν και πολύ στη γερμανική εξαγωγική βιομηχανία). Η έννοια του «δημοκρατικού φασισμού» επιχειρεί να συνδυάσει στοιχεία που δείχνουν ολοκληρωτικά αντιθετικά για την αστική συνείδηση. Ο όρος στην Αυστρία λαμβάνει υπόψη ότι αυτό ισχύει όχι μόνο για την εποχή των ναζί, αλλά και για την ούτω καλουμένη αυστρο-φασιστική εποχή στην δεκαετία του ’30. Συγχρόνως πρέπει να είσαι υποψιασμένος για το πρόβλημα ότι ο όρος «εθνικοσοσιαλισμός» –το απαραίτητο (ρητή ή ασαφές) κύριο σημείο αναφοράς για την γερμανική και αυστριακή πολιτική- εξαλείφεται για χάρη της πιο γενικής έννοιας του «φασισμού». Αυτό το πρόβλημα από μόνο του μας επιτρέπει να επιλέξουμε τον όρο «μετα-ναζισμός» αντί του πιο ευρέως γνωστού «μετα-φασισμού» ως τίτλο για το βιβλίο που δημοσίευσα ως εκδότης. Θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό να σημειώσω τη διαφορά μεταξύ του φασισμού γενικά και του εθνικοσοσιαλισμού ειδικότερα. Φυσικά ο εθνικοσοσιαλισμός ήταν μία μορφή φασισμού. Όμως, ο γερμανικός και αυστριακός εξολοθρευτικός αντισημιτισμός ειδικότερα είναι κάτι που δεν είναι χαρακτηριστικό για τον φασισμό γενικά.

Ε. Με ποιόν τρόπο είναι συμβατή η υποστήριξή σας στο Ισραήλ με την πάλη σας για τον κομμουνισμό;

Δεν είναι μόνο συμβατή, αλλά η υποστήριξη του Ισραήλ είναι μία αναπόδραστη συνέπεια της κομμουνιστικής κριτικής –ακόμα και αν οι περισσότεροι άνθρωποι που αυτοαποκαλούνται κομμουνιστές έχουν μία εντελώς διαφορετική άποψη. Φοβάμαι ότι πρέπει να εισέλθω σε κάποιες λεπτομέρειες για να το εξηγήσω. Στην Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας του Μαρξ υπάρχει μία πολύ καλή εξήγηση του γιατί το μίσος των οδηγουμένων από τη δυσαρέσκεια ανθρώπων τους οδηγεί το ίδιο ενάντια στο τοκοφόρο κεφάλαιο. Ο Μαρξ ήταν πάντα υποψιασμένος ότι το κεφάλαιο «στην πιο αξιοσημείωτη μορφή του που είναι συγχρόνως η μορφή που προσεγγίζει πιο στενά τη λαϊκή του εικόνα» θα προτιμηθεί ως «το σημείο επίθεσης μίας υπερφυσικής κριτικής», το σημείο επίθεσης ενός δυσαρεστούντος-κλυδωνιζόμενου αντι-καπιταλισμού που είναι χαρακτηριστικός όχι μόνο για τους ναζί. Οι συγγραφείς που προσανατολίζονται προς τον Μαρξ, όπως ο καθηγητής κοινωνιολογίας στο Σικάγο Moishe Postone έχουν δείξει γιατί το τοκοφόρο κεφάλαιο και άλλες όψεις της αστικής κοινωνίας έχουν συνδεθεί με τους Εβραίους με έναν παρανοϊκό και παραληρηματικό τρόπο. Η απόρροια τέτοιων παρανοϊκών και παραληρηματικών σχεδιασμών είναι μία μορφή φετιχιστικού αντι-καπιταλισμού, ο οποίος καταλήγει στη βιολογικοποίηση του καπιταλισμού ως της διεθνούς εβραιοσύνης. Αυτό είναι ένα σημείο, όπου ο αντι-σημιτισμός διαφέρει θεμελιωδώς από άλλες μορφές ρατσισμού. Ο αντι-σημιτισμός αξιώνει μία εξήγηση του κόσμου ως όλου. Ο αντι-σημιτισμός είναι η πιο βάρβαρη αντίδραση που γίνεται νοητή από το γεγονός ότι οι άνθρωποι εξαναγκάζονται στην παραγωγικότητα του κεφαλαίου και στην υπακοή στο κράτος. Την ίδια στιγμή αυτό το συμπέρασμα συμφωνεί με αυτό στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Ο αντι-σημιτισμός δεν είναι απλά το μίσος για τους Εβραίους, αλλά μάλλον αφορά το μίσος προς οτιδήποτε που οι Εβραίοι σωματοποιούν για τους αντι-σημίτες. Ο αντι-σημιτισμός (ειδικά στην γεωπολιτική του αναπαραγωγή ως αντι-σιωνισμός) ενισχύεται από ηλίθιες αποδοκιμασίες ενάντια στον πολιτισμό και την ατομικότητα, ενάντια στη διανοητικότητα, την αφαιρετικότητα και την ελευθεριότητα, ενάντια στην έξαψη και την ελευθερία, ενάντια στην αστικότητα (με την αυθεντική έννοια) και ενάντια στον κομμουνισμό με τη μόνο χειραφετητική του έννοια, δηλαδή προμηθεύοντας την ευκαιρία της ατομικής ευτυχίας ως μία απόλυτη αντίθεση στην αυταπάτη της «völkische» (λαϊκής) ταυτότητας. Αναφορικά με το Ισραήλ, τα πάντα θα ήταν πιο απλά για τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται για τη χειραφέτηση πχ για τους κομμουνιστές: ο αντι-σημιτισμός που ήδη ήταν αντι-σιωνισμός με τους ναζί, οδήγησε στο Ολακύτωμα. Οι Γερμανοί, οι Αυστριακοί και οι «Hilfsvölker» (ομογενείς) τους οργάνωσαν και πέτυχαν την εξολόθρευση. Όλες οι υπόλοιπες χώρες δεν ήταν πρόθυμες ή ικανές για αρκετό καιρό να αποτρέψουν το μαζικό φονικό. Η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ –που ήταν μία αναγκαία συνέπεια, αλλά συνέβη δυστυχώς πολύ αργά- έλαβε χώρα σε μία κατάσταση, όπου μετά τον εθνικοσοσιαλισμό δεν έγιναν προσπάθειες κατάργησης του κράτους, του έθνους, του κεφαλαίου και της Γερμανίας, της βάσης του συγχρόνου αντι-σημιτισμού μία φορά και για πάντα. Η αλληλεγγύη προς το Ισραήλ περιλαμβάνει την αλληλεγγύη με την αυτό-άμυνά του, ένα γεγονός για το οποίο κανένας δεν πρέπει να γίνει ενθουσιώδης μιλιταριστής , όπως από την άλλη, κανένας δεν θα μπορούσε να αρνηθεί το γεγονός ότι οι στρατιωτικές και οι αστυνομικές δράσεις οδηγούν πάντα σε αποκρουστική βία. Η αλληλεγγύη στο Ισραήλ σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να είναι ένα ζήτημα που δεν έπρεπε να χρειάζεται να εξηγείται λεπτομερώς. Όμως, φυσικά κάποιος θα πρέπει να είναι υποψιασμένος για τη σύνδεση μεταξύ της κοινωνικοποίησης του κεφαλαίου και του κράτους και του αντι-σημιτισμού. Αν είσαι υποψιασμένος για αυτό, τότε δεν χρειάζεται να αναφέρεσαι σε αμφισβητήσιμα επιχειρήματα, όπως «το Ισραήλ είναι η μόνη δημοκρατία στην Μέση Ανατολή», ακόμη και αν η διαφορά μεταξύ της ισραηλινής κοινωνίας και των γειτονικών χωρών είναι αρκετά προφανής. Αντίθετα μπορείς να δηλώσεις: Η αλληλεγγύη με το κράτος των επιζώντων του Ολοκαυτώματος δεν είναι ένα περιστασιακό συμπλήρωμα της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, αλλά είναι μία αναγκαία συνέπεια, προκειμένου να οικοδομήσουμε μία γενική χειραφέτηση. Σε αυτό το πλαίσιο ο σιωνισμός δεν είναι η σωστή απάντηση στον αντι-σημιτισμό, αλλά για τώρα είναι η μόνη δυνατή απάντηση. Η «ορθή» απάντηση που ακόμα υφίσταται, είναι η ελεύθερη ένωση ελεύθερων κοινωνικών ατόμων, μία απελευθερωμένη κοινωνία, στην οποία οι άνθρωποι θα μπορούν να είναι κοινωνικά άτομα χωρίς φόβο και εξαναγκασμό. Εδώ βλέπετε ότι η κατηγορική προσταγή στην εκδοχή του Καρλ Μαρξ και σε εκείνη του Τεοντόρ Αντόρνο δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους με οποιονδήποτε τρόπο: Ο Αντόρνο έγραψε: «Ο Χίτλερ επέβαλε μία νέα κατηγορική προσταγή πάνω στην ανθρωπότητα στη συνθήκη της δικής της ανελευθερίας: να ρυθμίσει και να διευθύνει τη σκέψη της, έτσι ώστε το Άουσβιτς να μην επαναλάβει τον εαυτό του, έτσι ώστε τίποτα παρόμοιο να μην συμβεί ξανά». Αυτό είναι κατορθωτό, μόνο αν αναλογισθούμε την «κατηγορική προσταγή» του Μαρξ για ανατροπή όλων εκείνων των συνθηκών εντός των οποίων ο άνθρωπος είναι ένα ευτελισμένο, υποδουλωμένο, εγκαταλελειμμένο ποταπό πλάσμα. Από μία υλιστική σκοπιά, η σιωνιστική κατηγορική προσταγή θα μπορούσε τότε χονδρικά να ήταν: Όσο υπάρχουν άνθρωποι, που νιώθουν δεσμευμένοι στην προσταγή του Μαρξ, αλλά δεν επιτυγχάνουν να την εκτελέσουν, προσπαθούμε να ακολουθήσουμε την προσταγή του Αντόρνο, διασφαλίζοντας με την ισχύ τη φυσική ακεραιότητα των Εβραίων.

* Ο Stephan Grigat αποφοίτησε από το «Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου», είναι λέκτορας πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης και του Πότσνταμ. Η ιστοσελίδα της ομάδας Café Critique εδώ: http://www.cafecritique.priv.at

Leave a Reply

Please log in using one of these methods to post your comment:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s